- πρηνίζω
- ΝΜΑ, δωρ. και αττ. τ. πρανίζω Α [πρηνής]νεοελλ.βάζω κάποιον με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, δηλ. πρηνηδόν, τόν πιστομίζωμσν.-αρχ.1. καταστρέφω, κατακρημνίζω κάτι («ἐπρήνιζε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν», Ευφορ.)2. παθ. πρηνίζομαιανατρέπομαι, αναποδογυρίζομαι («ἅμα νηΐ πρηνιχθείς», Ανθ. Παλ.).
Dictionary of Greek. 2013.